εύπιστα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εύπιστα < εύπιστ(ος) + -α
Επίρρημα
επεξεργασίαεύπιστα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- εὐπίστως (αρχαία ελληνικά, καθαρεύουσα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία εύπιστα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαεύπιστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (εύπιστο) του εύπιστος