Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εταλονάζ < γαλλική étalonnage < étalonner +‎ -age < étalon < παλαιά γαλλικά estalon < φραγκικά *stallo < *stall < πρωτογερμανική *stallaz < *stalnaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stolnós < *stel- (τοποθετώ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εταλονάζ ουδέτερο άκλιτο

  • (παρωχημένο) (κινηματογράφος) ο τεχνικός έλεγχος και η διόρθωση των φωτιστικών ή χρωματικών λαθών του αρνητικού ενός φιλμ, πριν από την τελική εκτύπωσή του
    χρωματικό ρετούς σε φιλμ, χρωματική αποκατάσταση ή διαμόρφωση ύφους
    Πριν γίνει ψηφιοποίηση, το αρνητικό πρέπει να καθαρίζεται από τυχόν γραμμές και γδαρσίματα. Και μετά την ψηφιοποίηση, στη διάρκεια του εταλονάζ, δηλαδή του τεχνικού ελέγχου των χρωμάτων, ο διευθυντής φωτογραφίας δουλεύει, βέβαια, μ' έναν τεχνικό (εταλονέρ), αλλά αυτός είναι που κανονίζει την ποσότητα του φωτισμού και την ποιότητα των χρωμάτων. (*)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία