Ετυμολογία

επεξεργασία
εταλονέρ < γαλλική étalonneur < étalon < παλαιά γαλλικά estalon < φραγκικά *stallo < *stall < πρωτογερμανική *stallaz < *stalnaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stolnós < *stel- (τοποθετώ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εταλονέρ ουδέτερο άκλιτο

  • (παρωχημένο, επάγγελμα, κινηματογράφος) ο τεχνικός που πραγματοποιεί το εταλονάζ
    Πριν γίνει ψηφιοποίηση, το αρνητικό πρέπει να καθαρίζεται από τυχόν γραμμές και γδαρσίματα. Και μετά την ψηφιοποίηση, στη διάρκεια του εταλονάζ, δηλαδή του τεχνικού ελέγχου των χρωμάτων, ο διευθυντής φωτογραφίας δουλεύει, βέβαια, μ' έναν τεχνικό (εταλονέρ), αλλά αυτός είναι που κανονίζει την ποσότητα του φωτισμού και την ποιότητα των χρωμάτων. (*)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία