επιτρεπτά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιτρεπτά < επιτρεπτ(ός) + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαεπιτρεπτά
- με επιτρεπτό τρόπο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιτρεπτά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαεπιτρεπτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επιτρεπτός