→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιστητό < αρχαία ελληνική ἐπιστητόν, ουδέτερο του ρηματικού επιθέτου ἐπιστητός < ἐπίσταμαι (γνωρίζω καλά)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επιστητό ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  1. ό,τι μπορεί να γνωρίσει ο ανθρώπινος νους μέσω της επιστημονικής έρευνας
    ο εικοστός αιώνας χαρακτηρίζεται από την πρόοδο της φυσικής, της χημείας και πολλών άλλων τομέων του επιστητού
  2. ειδική γνώση του αντικειμένου

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία