Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιπωματίζω < αρχαία ελληνική ἐπιπωματίζω < ἐπί + πωματίζω < πῶμα

  Ρήμα επεξεργασία

επιπωματίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία