επιπλήξεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπιπλήξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιπλήττω
- θα επιπλήξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιπλήττω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεπιπλήξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επίπληξη