εξωλογικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.kso.lo.ʝiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξω‐λο‐γι‐κό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαεξωλογικό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του εξωλογικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του εξωλογικός