εξευρωπαΐζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξευρωπαΐζω < εξ- + Ευρωπαίος + -ίζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική européaniser)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.kse.vɾo.paˈi.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαεξευρωπαΐζω
- θέτω σε λειτουργία μηχανισμούς που μετατρέπουν το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό προφίλ μιας χώρας - ενός λαού σύμφωνα με τα θεωρούμενα ανώτερα πρότυπα της βόρειας και δυτικης Ευρώπης.
- αναπτύσσω, εκσυγχρονίζω και ως ένα βαθμό αρχικά, εκπολιτίζω, σε αντιδιαστολή προς το «ανατολίτικο» και βαλκανικό προφίλ της χώρας
Συγγενικά
επεξεργασία- εξευρωπαϊσμός
- → δείτε τη λέξη Ευρώπη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξευρωπαΐζω | εξευρωπάιζα | θα εξευρωπαΐζω | να εξευρωπαΐζω | εξευρωπαΐζοντας | |
β' ενικ. | εξευρωπαΐζεις | εξευρωπάιζες | θα εξευρωπαΐζεις | να εξευρωπαΐζεις | εξευρωπάιζε | |
γ' ενικ. | εξευρωπαΐζει | εξευρωπάιζε | θα εξευρωπαΐζει | να εξευρωπαΐζει | ||
α' πληθ. | εξευρωπαΐζουμε | εξευρωπαΐζαμε | θα εξευρωπαΐζουμε | να εξευρωπαΐζουμε | ||
β' πληθ. | εξευρωπαΐζετε | εξευρωπαΐζατε | θα εξευρωπαΐζετε | να εξευρωπαΐζετε | εξευρωπαΐζετε | |
γ' πληθ. | εξευρωπαΐζουν(ε) | εξευρωπάιζαν εξευρωπαΐζαν(ε) |
θα εξευρωπαΐζουν(ε) | να εξευρωπαΐζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξευρωπάισα | θα εξευρωπαΐσω | να εξευρωπαΐσω | εξευρωπαΐσει | ||
β' ενικ. | εξευρωπάισες | θα εξευρωπαΐσεις | να εξευρωπαΐσεις | εξευρωπάισε | ||
γ' ενικ. | εξευρωπάισε | θα εξευρωπαΐσει | να εξευρωπαΐσει | |||
α' πληθ. | εξευρωπαΐσαμε | θα εξευρωπαΐσουμε | να εξευρωπαΐσουμε | |||
β' πληθ. | εξευρωπαΐσατε | θα εξευρωπαΐσετε | να εξευρωπαΐσετε | εξευρωπαΐστε | ||
γ' πληθ. | εξευρωπάισαν εξευρωπαΐσαν(ε) |
θα εξευρωπαΐσουν(ε) | να εξευρωπαΐσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξευρωπαΐσει | είχα εξευρωπαΐσει | θα έχω εξευρωπαΐσει | να έχω εξευρωπαΐσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξευρωπαΐσει | είχες εξευρωπαΐσει | θα έχεις εξευρωπαΐσει | να έχεις εξευρωπαΐσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξευρωπαΐσει | είχε εξευρωπαΐσει | θα έχει εξευρωπαΐσει | να έχει εξευρωπαΐσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξευρωπαΐσει | είχαμε εξευρωπαΐσει | θα έχουμε εξευρωπαΐσει | να έχουμε εξευρωπαΐσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξευρωπαΐσει | είχατε εξευρωπαΐσει | θα έχετε εξευρωπαΐσει | να έχετε εξευρωπαΐσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξευρωπαΐσει | είχαν εξευρωπαΐσει | θα έχουν εξευρωπαΐσει | να έχουν εξευρωπαΐσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξευρωπαΐζω