Ετυμολογία

επεξεργασία
εξευρωπαΐζω < εξ- + Ευρωπαίος + -ίζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική européaniser)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.kse.vɾo.paˈi.zo/

εξευρωπαΐζω

  1. θέτω σε λειτουργία μηχανισμούς που μετατρέπουν το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό προφίλ μιας χώρας - ενός λαού σύμφωνα με τα θεωρούμενα ανώτερα πρότυπα της βόρειας και δυτικης Ευρώπης.
  2. αναπτύσσω, εκσυγχρονίζω και ως ένα βαθμό αρχικά, εκπολιτίζω, σε αντιδιαστολή προς το «ανατολίτικο» και βαλκανικό προφίλ της χώρας

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία