εξαρτώμενη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | εξαρτώμενη και εξαρτωμένη | ||
γενική | εξαρτώμενης και εξαρτωμένης | ||
αιτιατική | εξαρτώμενη και εξαρτωμένη | ||
κλητική | εξαρτώμενη και εξαρτωμένη | ||
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | εξαρτώμενες | ||
γενική | εξαρτώμενων και εξαρτωμένων | ||
αιτιατική | εξαρτώμενες | ||
κλητική | εξαρτώμενες |
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαεξαρτώμενη και εξαρτωμένη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του εξαρτώμενος