εν υπνώσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εν υπνώσει < εν + καθαρεύουσα ὑπνώσει < ὕπνωσις < αρχαία ελληνική ὑπνώσσω / ὑπνώττω < ὕπνος
Έκφραση
επεξεργασίαεν υπνώσει
- (λόγιο) σε ύπνωση, σε αδράνεια, σε νάρκωση, υπνωτισμένα
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εν υπνώσει
|