Δείτε επίσης: ἐνορατικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενορατικά < ενορατικ(ός) +

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.no.ɾa.tiˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐νο‐ρα‐τι‐κά

  Επίρρημα

επεξεργασία

ενορατικά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ενορατικά