Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εναρμονίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εναρμονίζω
  2. θα εναρμονίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εναρμονίζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

εναρμονίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εναρμόνιση