Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμπόριο λευκής σαρκός < → δείτε τις λέξεις εμπόριο, λευκός και σαρξ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /emˈbo.ɾi.o lefˈcis saɾˈkos/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

εμπόριο λευκής σαρκός

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία