Δείτε επίσης: ἐξαναγκάζομαι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εξαναγκάζομαι, π.αόρ.: εξαναγκάστηκα, μτχ.π.π.: εξαναγκασμένος