εξαναγκάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
εξαναγκάζομαι, π.αόρ.: εξαναγκάστηκα, μτχ.π.π.: εξαναγκασμένος
- παθητική φωνή του ρήματος εξαναγκάζω
![]() |
εξαναγκάζομαι, π.αόρ.: εξαναγκάστηκα, μτχ.π.π.: εξαναγκασμένος