εκσλαβίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκσλαβίζω < εκ + Σλάβος < μεσαιωνική ελληνική Σκλᾶβος (ή Σκλαβηνός) < πρωτοσλαβική γλώσσα *Slověninъ
Ρήμα επεξεργασία
εκσλαβίζω (παθητική φωνή: εκσλαβίζομαι)
- επιδρώ σε κάποιον (με ήπια ή βίαια μέσα) και τον μετατρέπω σε Σλάβο ως προς τον πολιτισμό, τη γλώσσα, τις συνήθειες κ.ά.
Συγγενικά επεξεργασία
- εκσλαβισμός
- → δείτε τη λέξη Σλάβος
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκσλαβίζω | εκσλάβιζα | θα εκσλαβίζω | να εκσλαβίζω | εκσλαβίζοντας | |
β' ενικ. | εκσλαβίζεις | εκσλάβιζες | θα εκσλαβίζεις | να εκσλαβίζεις | εκσλάβιζε | |
γ' ενικ. | εκσλαβίζει | εκσλάβιζε | θα εκσλαβίζει | να εκσλαβίζει | ||
α' πληθ. | εκσλαβίζουμε | εκσλαβίζαμε | θα εκσλαβίζουμε | να εκσλαβίζουμε | ||
β' πληθ. | εκσλαβίζετε | εκσλαβίζατε | θα εκσλαβίζετε | να εκσλαβίζετε | εκσλαβίζετε | |
γ' πληθ. | εκσλαβίζουν(ε) | εκσλάβιζαν εκσλαβίζαν(ε) |
θα εκσλαβίζουν(ε) | να εκσλαβίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκσλάβισα | θα εκσλαβίσω | να εκσλαβίσω | εκσλαβίσει | ||
β' ενικ. | εκσλάβισες | θα εκσλαβίσεις | να εκσλαβίσεις | εκσλάβισε | ||
γ' ενικ. | εκσλάβισε | θα εκσλαβίσει | να εκσλαβίσει | |||
α' πληθ. | εκσλαβίσαμε | θα εκσλαβίσουμε | να εκσλαβίσουμε | |||
β' πληθ. | εκσλαβίσατε | θα εκσλαβίσετε | να εκσλαβίσετε | εκσλαβίστε | ||
γ' πληθ. | εκσλάβισαν εκσλαβίσαν(ε) |
θα εκσλαβίσουν(ε) | να εκσλαβίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκσλαβίσει | είχα εκσλαβίσει | θα έχω εκσλαβίσει | να έχω εκσλαβίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκσλαβίσει | είχες εκσλαβίσει | θα έχεις εκσλαβίσει | να έχεις εκσλαβίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκσλαβίσει | είχε εκσλαβίσει | θα έχει εκσλαβίσει | να έχει εκσλαβίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκσλαβίσει | είχαμε εκσλαβίσει | θα έχουμε εκσλαβίσει | να έχουμε εκσλαβίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκσλαβίσει | είχατε εκσλαβίσει | θα έχετε εκσλαβίσει | να έχετε εκσλαβίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκσλαβίσει | είχαν εκσλαβίσει | θα έχουν εκσλαβίσει | να έχουν εκσλαβίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκσλαβίζομαι | εκσλαβιζόμουν(α) | θα εκσλαβίζομαι | να εκσλαβίζομαι | ||
β' ενικ. | εκσλαβίζεσαι | εκσλαβιζόσουν(α) | θα εκσλαβίζεσαι | να εκσλαβίζεσαι | (εκσλαβίζου) | |
γ' ενικ. | εκσλαβίζεται | εκσλαβιζόταν(ε) | θα εκσλαβίζεται | να εκσλαβίζεται | ||
α' πληθ. | εκσλαβιζόμαστε | εκσλαβιζόμαστε εκσλαβιζόμασταν |
θα εκσλαβιζόμαστε | να εκσλαβιζόμαστε | ||
β' πληθ. | εκσλαβίζεστε | εκσλαβιζόσαστε εκσλαβιζόσασταν |
θα εκσλαβίζεστε | να εκσλαβίζεστε | (εκσλαβίζεστε) | |
γ' πληθ. | εκσλαβίζονται | εκσλαβίζονταν εκσλαβιζόντουσαν |
θα εκσλαβίζονται | να εκσλαβίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκσλαβίστηκα | θα εκσλαβιστώ | να εκσλαβιστώ | εκσλαβιστεί | ||
β' ενικ. | εκσλαβίστηκες | θα εκσλαβιστείς | να εκσλαβιστείς | εκσλαβίσου | ||
γ' ενικ. | εκσλαβίστηκε | θα εκσλαβιστεί | να εκσλαβιστεί | |||
α' πληθ. | εκσλαβιστήκαμε | θα εκσλαβιστούμε | να εκσλαβιστούμε | |||
β' πληθ. | εκσλαβιστήκατε | θα εκσλαβιστείτε | να εκσλαβιστείτε | εκσλαβιστείτε | ||
γ' πληθ. | εκσλαβίστηκαν εκσλαβιστήκαν(ε) |
θα εκσλαβιστούν(ε) | να εκσλαβιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκσλαβιστεί | είχα εκσλαβιστεί | θα έχω εκσλαβιστεί | να έχω εκσλαβιστεί | εκσλαβισμένος | |
β' ενικ. | έχεις εκσλαβιστεί | είχες εκσλαβιστεί | θα έχεις εκσλαβιστεί | να έχεις εκσλαβιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκσλαβιστεί | είχε εκσλαβιστεί | θα έχει εκσλαβιστεί | να έχει εκσλαβιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκσλαβιστεί | είχαμε εκσλαβιστεί | θα έχουμε εκσλαβιστεί | να έχουμε εκσλαβιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκσλαβιστεί | είχατε εκσλαβιστεί | θα έχετε εκσλαβιστεί | να έχετε εκσλαβιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκσλαβιστεί | είχαν εκσλαβιστεί | θα έχουν εκσλαβιστεί | να έχουν εκσλαβιστεί |
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκσλαβίζω
|