Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκσλαβίζω < εκ + Σλάβος < μεσαιωνική ελληνική ΣκλᾶβοςΣκλαβηνός) < πρωτοσλαβική γλώσσα *Slověninъ

  Ρήμα επεξεργασία

εκσλαβίζω (παθητική φωνή: εκσλαβίζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία