εκκολάψεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εκκολάψεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκκολάπτω
- θα εκκολάψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκκολάπτω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
εκκολάψεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκκόλαψη