Ετυμολογία

επεξεργασία
εκατοστίζω < εκατοστή + -ίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ka.toˈsti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐κα‐το‐στί‐ζω

εκατοστίζω

  • αυξάνω (ή ενίοτε μειώνω!) μέχρι τον αριθμό εκατό κάτι που έχω (χρόνια, χιλιόμετρα, πράγματα κ.ά.)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία