εκατοστίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ka.toˈsti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κα‐το‐στί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαεκατοστίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκατοστίζω | εκατόστιζα | θα εκατοστίζω | να εκατοστίζω | εκατοστίζοντας | |
β' ενικ. | εκατοστίζεις | εκατόστιζες | θα εκατοστίζεις | να εκατοστίζεις | εκατόστιζε | |
γ' ενικ. | εκατοστίζει | εκατόστιζε | θα εκατοστίζει | να εκατοστίζει | ||
α' πληθ. | εκατοστίζουμε | εκατοστίζαμε | θα εκατοστίζουμε | να εκατοστίζουμε | ||
β' πληθ. | εκατοστίζετε | εκατοστίζατε | θα εκατοστίζετε | να εκατοστίζετε | εκατοστίζετε | |
γ' πληθ. | εκατοστίζουν(ε) | εκατόστιζαν εκατοστίζαν(ε) |
θα εκατοστίζουν(ε) | να εκατοστίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκατόστισα | θα εκατοστίσω | να εκατοστίσω | εκατοστίσει | ||
β' ενικ. | εκατόστισες | θα εκατοστίσεις | να εκατοστίσεις | εκατόστισε | ||
γ' ενικ. | εκατόστισε | θα εκατοστίσει | να εκατοστίσει | |||
α' πληθ. | εκατοστίσαμε | θα εκατοστίσουμε | να εκατοστίσουμε | |||
β' πληθ. | εκατοστίσατε | θα εκατοστίσετε | να εκατοστίσετε | εκατοστίστε | ||
γ' πληθ. | εκατόστισαν εκατοστίσαν(ε) |
θα εκατοστίσουν(ε) | να εκατοστίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκατοστίσει | είχα εκατοστίσει | θα έχω εκατοστίσει | να έχω εκατοστίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκατοστίσει | είχες εκατοστίσει | θα έχεις εκατοστίσει | να έχεις εκατοστίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκατοστίσει | είχε εκατοστίσει | θα έχει εκατοστίσει | να έχει εκατοστίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκατοστίσει | είχαμε εκατοστίσει | θα έχουμε εκατοστίσει | να έχουμε εκατοστίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκατοστίσει | είχατε εκατοστίσει | θα έχετε εκατοστίσει | να έχετε εκατοστίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκατοστίσει | είχαν εκατοστίσει | θα έχουν εκατοστίσει | να έχουν εκατοστίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκατοστίζω
|