εθελούσια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εθελούσια < εθελούσιος + -α < αρχαία ελληνική ἐθελούσιος
Επίρρημα επεξεργασία
εθελούσια
- (που γίνεται) με τη θέληση κάποιου
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη εκούσια
Μεταφράσεις επεξεργασία
εθελούσια
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
εθελούσια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εθελούσιος