εγκατάστατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εγκατάστατος < εγκαθίσταμαι + -τος
Ουσιαστικό επεξεργασία
εγκατάστατος αρσενικό ή θηλυκό
- (νομικός όρος) που έχει κάποιο δικαίωμα ή αξίωμα
- ※ Ο ορισμός καταπιστευματοδόχου, ή άλλως «καταπίστευμα», είναι η πράξη με την οποία ο διαθέτης αναθέτει σε ορισθέντα κληρονόμο την υποχρέωση να διατηρήσει την κληρονομία, προκειμένου αυτή να περιέλθει σε άλλον κληρονόμο μετά τον θάνατό του. Ο κληρονόμος που αναλαμβάνει αυτή την υποχρέωση ονομάζεται εγκατάστατος. Ο δικαιούχος ονομάζεται καταπιστευματοδόχος. Ο εγκατάστατος διαχειρίζεται και επωφελείται από τα περιουσιακά στοιχεία που συνιστούν το καταπίστευμα. (*)
Μεταφράσεις επεξεργασία
εγκατάστατος
|