Δείτε επίσης: εγκαταστάτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγκατάστατος < εγκαθίσταμαι + -τος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εγκατάστατος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία