Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσωπέω < δυσ- + ὤψ

δυσωπέω

  1. κάνω κάποιον να ντραπεί (κυριολεκτικά: να κατεβάσει τα μάτια)
    Ἐχώρησας ἐν γαστρί σου Παρθενομῆτoρ, τὸν ἕνα τῆς Τριάδος Χριστὸν τὸν Βασιλέα, ὃν ὑμνεῖ πᾶσα κτίσις, καὶ τρέμουσιν οἱ ἄνω θρόνοι· αὐτὸν δυσώπει πανσεβάσμιε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
  2. ενοχλώ, προκαλώ
  3. παθητική φωνή: δυσωπέομαι
    1. ντρέπομαι
    2. δειλιάζω
    3. πτοούμαι

Άλλες μορφές

επεξεργασία