δυσφημίσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
δυσφημίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δυσφημίζω
- θα δυσφημίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δυσφημίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
δυσφημίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δυσφήμιση