δολίως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δολίως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δολίως. Συγχρονικά αναλύεται σε δόλι(ος) + -ως
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðoˈli.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δο‐λί‐ως
- τονικό παρώνυμο: δόλιος (χωρίς συνίζηση, στη σημασία: «πανούργος»)
Επίρρημα
επεξεργασίαδολίως
Πηγές
επεξεργασία- δόλιος, & δόλια, δολίως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαδολίως
Πηγές
επεξεργασία- δολίως, δόλιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.