Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δικρανίζω < δικράνι / δίκρανο + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

δικρανίζω

  1. χρησιμοποιώ το δικράνι σε γεωργικές εργασίες
  2. κατεργάζομαι μια ράβδο ή ξύλο, ώστε να τα άκρα τους να μοιάζουν με δικράνι ή (κατ’ επέκταση) ενώνω δύο τέτοιες ράβδους ή ξύλα

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία