δικρανίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαδικρανίζω
- χρησιμοποιώ το δικράνι σε γεωργικές εργασίες
- κατεργάζομαι μια ράβδο ή ξύλο, ώστε να τα άκρα τους να μοιάζουν με δικράνι ή (κατ’ επέκταση) ενώνω δύο τέτοιες ράβδους ή ξύλα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δικρανίζω | δικράνιζα | θα δικρανίζω | να δικρανίζω | δικρανίζοντας | |
β' ενικ. | δικρανίζεις | δικράνιζες | θα δικρανίζεις | να δικρανίζεις | δικράνιζε | |
γ' ενικ. | δικρανίζει | δικράνιζε | θα δικρανίζει | να δικρανίζει | ||
α' πληθ. | δικρανίζουμε | δικρανίζαμε | θα δικρανίζουμε | να δικρανίζουμε | ||
β' πληθ. | δικρανίζετε | δικρανίζατε | θα δικρανίζετε | να δικρανίζετε | δικρανίζετε | |
γ' πληθ. | δικρανίζουν(ε) | δικράνιζαν δικρανίζαν(ε) |
θα δικρανίζουν(ε) | να δικρανίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δικράνισα | θα δικρανίσω | να δικρανίσω | δικρανίσει | ||
β' ενικ. | δικράνισες | θα δικρανίσεις | να δικρανίσεις | δικράνισε | ||
γ' ενικ. | δικράνισε | θα δικρανίσει | να δικρανίσει | |||
α' πληθ. | δικρανίσαμε | θα δικρανίσουμε | να δικρανίσουμε | |||
β' πληθ. | δικρανίσατε | θα δικρανίσετε | να δικρανίσετε | δικρανίστε | ||
γ' πληθ. | δικράνισαν δικρανίσαν(ε) |
θα δικρανίσουν(ε) | να δικρανίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δικρανίσει | είχα δικρανίσει | θα έχω δικρανίσει | να έχω δικρανίσει | ||
β' ενικ. | έχεις δικρανίσει | είχες δικρανίσει | θα έχεις δικρανίσει | να έχεις δικρανίσει | ||
γ' ενικ. | έχει δικρανίσει | είχε δικρανίσει | θα έχει δικρανίσει | να έχει δικρανίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δικρανίσει | είχαμε δικρανίσει | θα έχουμε δικρανίσει | να έχουμε δικρανίσει | ||
β' πληθ. | έχετε δικρανίσει | είχατε δικρανίσει | θα έχετε δικρανίσει | να έχετε δικρανίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δικρανίσει | είχαν δικρανίσει | θα έχουν δικρανίσει | να έχουν δικρανίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία δικρανίζω
|