διεκδικήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιεκδικήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διεκδικώ
- θα διεκδικήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διεκδικώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαδιεκδικήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διεκδίκηση