διαλάμπω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαλάμπω < αρχαία ελληνική διαλάμπω < διά +λάμπω
Ρήμα
επεξεργασίαδιαλάμπω
- ακτινοβολώ μέσα από κάτι, λάμπω
- (μεταφορικά) ξεχωρίζω, διακρίνομαι, διαπρέπω
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαλάμπω
|