δεικτοδοτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.kto.ðoˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δει‐κτο‐δο‐τώ
Ρήμα
επεξεργασίαδεικτοδοτώ
- (νεολογισμός, πληροφορική) αποκτώ πρόσβαση σε δεδομένα που παρουσιάζονται μέσω ψηφιακών τεκμηρίων
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δεικτοδοτώ | δεικτοδοτούσα | θα δεικτοδοτώ | να δεικτοδοτώ | δεικτοδοτώντας | |
β' ενικ. | δεικτοδοτείς | δεικτοδοτούσες | θα δεικτοδοτείς | να δεικτοδοτείς | (δεικτοδότει) | |
γ' ενικ. | δεικτοδοτεί | δεικτοδοτούσε | θα δεικτοδοτεί | να δεικτοδοτεί | ||
α' πληθ. | δεικτοδοτούμε | δεικτοδοτούσαμε | θα δεικτοδοτούμε | να δεικτοδοτούμε | ||
β' πληθ. | δεικτοδοτείτε | δεικτοδοτούσατε | θα δεικτοδοτείτε | να δεικτοδοτείτε | δεικτοδοτείτε | |
γ' πληθ. | δεικτοδοτούν(ε) | δεικτοδοτούσαν(ε) | θα δεικτοδοτούν(ε) | να δεικτοδοτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δεικτοδότησα | θα δεικτοδοτήσω | να δεικτοδοτήσω | δεικτοδοτήσει | ||
β' ενικ. | δεικτοδότησες | θα δεικτοδοτήσεις | να δεικτοδοτήσεις | δεικτοδότησε | ||
γ' ενικ. | δεικτοδότησε | θα δεικτοδοτήσει | να δεικτοδοτήσει | |||
α' πληθ. | δεικτοδοτήσαμε | θα δεικτοδοτήσουμε | να δεικτοδοτήσουμε | |||
β' πληθ. | δεικτοδοτήσατε | θα δεικτοδοτήσετε | να δεικτοδοτήσετε | δεικτοδοτήστε | ||
γ' πληθ. | δεικτοδότησαν δεικτοδοτήσαν(ε) |
θα δεικτοδοτήσουν(ε) | να δεικτοδοτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δεικτοδοτήσει | είχα δεικτοδοτήσει | θα έχω δεικτοδοτήσει | να έχω δεικτοδοτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις δεικτοδοτήσει | είχες δεικτοδοτήσει | θα έχεις δεικτοδοτήσει | να έχεις δεικτοδοτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει δεικτοδοτήσει | είχε δεικτοδοτήσει | θα έχει δεικτοδοτήσει | να έχει δεικτοδοτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δεικτοδοτήσει | είχαμε δεικτοδοτήσει | θα έχουμε δεικτοδοτήσει | να έχουμε δεικτοδοτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε δεικτοδοτήσει | είχατε δεικτοδοτήσει | θα έχετε δεικτοδοτήσει | να έχετε δεικτοδοτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δεικτοδοτήσει | είχαν δεικτοδοτήσει | θα έχουν δεικτοδοτήσει | να έχουν δεικτοδοτήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr