δασώσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
δασώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δασώνω
- θα δασώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δασώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
δασώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δάσωση