Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δασώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δασώνω
  2. θα δασώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δασώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

δασώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δάσωση