δαιδάλεος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδαιδάλεος,-α,-ον
- επεξεργασμένος επιδέξια, δουλεμένος, ιδιαίτερα στολισμένος, ποικιλμένος, περίπλοκος
- δαιδάλεος ζωστήρ, θώρηξ, σάκος, θρόνος
- πικρὸς ὀϊστός: διὰ μὲν ἂρ ζωστῆρος ἐλήλατο δαιδαλέοιο, καὶ διὰ θώρηκος πολυδαιδάλου ἠρήρειστο μίτρης: μα το ζουνάρι ναν του βρει την έστειλε, ίσα ίσα εκεί που σμίγανε τα διό χρυσά θηλυκωτήρια με πίσω διπλοτσάπραζο. Στο τεριαστό ζουνάρι πέφτει η πικρή και το τρυπάει σαΐτα πέρα πέρα, και μες στα μαστροδούλεφτα του χώνεται τσαπράζα (Ιλιάδα, απόδοση Αλ. Πάλλης)
Συγγενικά
επεξεργασία- Δαίδαλος
- δαίδαλος, -η, -ον ( περίτεχνος, περίπλοκος)
- δαιδαλόω (τεχνιουργώ)
- δαιδάλλω
- δαίδαλμα (έργο κάποιας τέχνης ή έργο τέχνης)