Ετυμολογία

επεξεργασία
δαιδάλεος < δαιδάλλω ή δαίδαλος + -αλέος

  Επίθετο

επεξεργασία

δαιδάλεος,-α,-ον

δαιδάλεος ζωστήρ, θώρηξ, σάκος, θρόνος
πικρὸς ὀϊστός: διὰ μὲν ἂρ ζωστῆρος ἐλήλατο δαιδαλέοιο, καὶ διὰ θώρηκος πολυδαιδάλου ἠρήρειστο μίτρης: μα το ζουνάρι ναν του βρει την έστειλε, ίσα ίσα εκεί που σμίγανε τα διό χρυσά θηλυκωτήρια με πίσω διπλοτσάπραζο. Στο τεριαστό ζουνάρι πέφτει η πικρή και το τρυπάει σαΐτα πέρα πέρα, και μες στα μαστροδούλεφτα του χώνεται τσαπράζα (Ιλιάδα, απόδοση Αλ. Πάλλης)


Συγγενικά

επεξεργασία