Ετυμολογία

επεξεργασία
δίδω τὰ χέρια < → δείτε τις λέξεις δίδω, τά και χέρι
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: δίνω τα χέρια

  Έκφραση

επεξεργασία

δίδω τὰ χέρια

  • (μεταφορικά, μεταβατικό) συμφιλιώνομαι με κάποιον, συνάπτω συμφωνία με κάποιον
    ※  12ος αιώνας Ανωνύμου, Διγενής Ακρίτης Λόγος Β', στίχ. 483 (483-484) @anemi.lib.uoc.gr
    Ὅρκους ἐκάμασιν λοιπὸν καὶ ʼδώκασιν τὰ χέρια,
    τραϊτουριὰ νὰ μὴ γενῇ ʼς ἐκεῖνα τὰ σεφέρια.
    17ος αιώνας [Πετρίτσης Ιγνάτιος], Διήγησις ωραιοτάτη του ανδρειωμένου Διγενή, Lambros Sp., Collection de romans grecs en langue vulgaire et en vers, Παρίσι 1880, p. 111-237.
    ※  16ος/17ος αιώνας Γεώργιος Χορτάτσης, Πανώρια, Πράξη Ε', στίχ. 345 (345-346)
    Δῶστε κʼ οἱ δυὸ τὰ χέρια σας, φιλήσετε, παιδιά μου.
    Πόση χαρὰ τὰ μάτια μου θωροῦ στὰ γερατειά μου!
    Εμμανουήλ Κριαράς, Γεωργίου Χορτάτση, Πανώρια. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο Εμμανουήλ Κριαρά, Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 190

Άλλες μορφές

επεξεργασία