γουλᾶς
Ετυμολογία
επεξεργασία- γουλᾶς [< τουρκική kule) < οθωμανική τουρκική قله (kulle) < περσική قله (qolle)] < αραβική قلة (qulla, κορυφή)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkuˈlaς/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐λᾶς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγουλᾶς αρσενικό