γνωματεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαγνωματεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γνωματεύω
- θα γνωματεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γνωματεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαγνωματεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γνωμάτευση