Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

γνωματεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γνωματεύω
  2. θα γνωματεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γνωματεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

γνωματεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γνωμάτευση