Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

γνωματεύω < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική γνῶμα

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣno.maˈte.vo/

  Ρήμα Επεξεργασία

γνωματεύω

  • δίνω μία γνωμάτευση ως ειδικός επί ενός θέματος που εμπίπτει στην αρμοδιότητά μου

  Μεταφράσεις Επεξεργασία