γνάφαλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γνάφαλο < γνάφαλον / γνάφαλλον/ κνέφαλλον/ Αιολ. γνόφαλλον < γνάφω < γνάπτω < (αρχαία) κνάπτω (: τρίβω, ξύνω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γνάφαλο ουδέτερο, πληθυντικός γνάφαλα
- τα κομμάτια από τρίχες ή μαλλιά ζώων, τα οποία είναι κατάλληλα για κλώσιμο ή για γέμισμα μαξιλαριών, στρωμάτων κ.λπ.