Δείτε επίσης: γνάφαλο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γνέφαλο ουδέτερο, πληθυντικός γνέφαλα

  • τα κομμάτια από τρίχες ή μαλλιά ζώων, τα οποία είναι κατάλληλα για κλώσιμο ή για γέμισμα μαξιλαριών, στρωμάτων κ.λπ.

  Μεταφράσεις επεξεργασία