Ετυμολογία

επεξεργασία
γλωσσεύω < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣloˈse.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλωσ‐σεύ‐ω

γλωσσεύω, αόρ.: γλώσσεψα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. φλυαρώ, πολυλογώ, ιδίως με αυθάδη τρόπο
  2. μιλάω χωρίς σεβασμό, βγάζω γλώσσα
    ⮡  γλωσσεύει ως και το δάσκαλο
  3. βρίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία