γλωσσεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γλωσσεύω < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣloˈse.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλωσ‐σεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαγλωσσεύω, αόρ.: γλώσσεψα (χωρίς παθητική φωνή)
- φλυαρώ, πολυλογώ, ιδίως με αυθάδη τρόπο
- μιλάω χωρίς σεβασμό, βγάζω γλώσσα
- ⮡ γλωσσεύει ως και το δάσκαλο
- βρίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γλωσσεύω | γλώσσευα | θα γλωσσεύω | να γλωσσεύω | γλωσσεύοντας | |
β' ενικ. | γλωσσεύεις | γλώσσευες | θα γλωσσεύεις | να γλωσσεύεις | γλώσσευε | |
γ' ενικ. | γλωσσεύει | γλώσσευε | θα γλωσσεύει | να γλωσσεύει | ||
α' πληθ. | γλωσσεύουμε | γλωσσεύαμε | θα γλωσσεύουμε | να γλωσσεύουμε | ||
β' πληθ. | γλωσσεύετε | γλωσσεύατε | θα γλωσσεύετε | να γλωσσεύετε | γλωσσεύετε | |
γ' πληθ. | γλωσσεύουν(ε) | γλώσσευαν γλωσσεύαν(ε) |
θα γλωσσεύουν(ε) | να γλωσσεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γλώσσεψα | θα γλωσσέψω | να γλωσσέψω | γλωσσέψει | ||
β' ενικ. | γλώσσεψες | θα γλωσσέψεις | να γλωσσέψεις | γλώσσεψε | ||
γ' ενικ. | γλώσσεψε | θα γλωσσέψει | να γλωσσέψει | |||
α' πληθ. | γλωσσέψαμε | θα γλωσσέψουμε | να γλωσσέψουμε | |||
β' πληθ. | γλωσσέψατε | θα γλωσσέψετε | να γλωσσέψετε | γλωσσέψτε | ||
γ' πληθ. | γλώσσεψαν γλωσσέψαν(ε) |
θα γλωσσέψουν(ε) | να γλωσσέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γλωσσέψει | είχα γλωσσέψει | θα έχω γλωσσέψει | να έχω γλωσσέψει | ||
β' ενικ. | έχεις γλωσσέψει | είχες γλωσσέψει | θα έχεις γλωσσέψει | να έχεις γλωσσέψει | έχε γλωσσεμένο | |
γ' ενικ. | έχει γλωσσέψει | είχε γλωσσέψει | θα έχει γλωσσέψει | να έχει γλωσσέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε γλωσσέψει | είχαμε γλωσσέψει | θα έχουμε γλωσσέψει | να έχουμε γλωσσέψει | ||
β' πληθ. | έχετε γλωσσέψει | είχατε γλωσσέψει | θα έχετε γλωσσέψει | να έχετε γλωσσέψει | έχετε γλωσσεμένο | |
γ' πληθ. | έχουν γλωσσέψει | είχαν γλωσσέψει | θα έχουν γλωσσέψει | να έχουν γλωσσέψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) γλωσσεμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) γλωσσεμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) γλωσσεμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) γλωσσεμένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία γλωσσεύω
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)