Ετυμολογία

επεξεργασία
γκουανό < (άμεσο δάνειο) ισπανική guano

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γκουανό ουδέτερο άκλιτο (ενίοτε απαντούν και οι τύποι: του γκουανού, τα γκουανά)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία