Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκουανό < (άμεσο δάνειο) ισπανική guano

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκουανό ουδέτερο άκλιτο (ενίοτε απαντούν και οι τύποι: του γκουανού, τα γκουανά)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία