γκουανό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γκουανό < (άμεσο δάνειο) ισπανική guano
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκουανό ουδέτερο άκλιτο (ενίοτε απαντούν και οι τύποι: του γκουανού, τα γκουανά)
- σωροί από περιττώματα πουλιών ή νυχτερίδων καθώς και το λίπασμα που παράγεται απ’ αυτά