γκιόλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γκιόλα < (άμεσο δάνειο) τουρκική göl (λίμνη) + -α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκιόλα θηλυκό
- (γεωγραφία, ιδιωματικό, Ανατολική Θράκη) λιμνούλα που σχηματίζεται από συγκέντρωση υδάτων μετά από βροχή
Πηγές
επεξεργασία- Δεληγιάννης, Β. (1934-35). "Γλωσσάριο του Δογάν-Κιοϊ-Μαλγάρων". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. σελ. 143-146.