Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκιόλα < (άμεσο δάνειο) τουρκική göl (λίμνη) +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκιόλα θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία