Δείτε επίσης: γιόκας, γιοτ, ΓΟΚ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιοκ < (άμεσο δάνειο) τουρκική yok < παλαιά τουρκικά yok < πρωτοτουρκική *yōk / *jōk ‎(καθόλου, τίποτα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈʝok/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γιοκ

  Επίρρημα επεξεργασία

γιοκ άκλιτο

  • (λαϊκότροπο, προφορικό, ειρωνικό) καθόλου, τίποτα, όχι
    Δύο δουλειές και διακοπές γιοκ για τους Γερμανούς. Ο μύθος του «γερμανικού θαύματος», όπου η ισχυρή οικονομία ωφελεί όλους τους πολίτες, δεν αντέχει απέναντι στα στοιχεία που δημοσιεύονται τακτικά. Με τους ονομαστικούς μισθούς παγωμένους επί μια δεκαετία, το πραγματικό (μετά τον πληθωρισμό) διαθέσιμο εισόδημα των Γερμανών έχει μειωθεί σημαντικά. (*)

  Επιφώνημα επεξεργασία

γιοκ άκλιτο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία