καπούτ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καπούτ < (άμεσο δάνειο) γερμανική kaputt (λέξη που μπήκε στο ελληνόγλωσσο λεξιλόγιο την περίοδο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου) < πιθανόν από τη γαλλική έκφραση être capot
Επίθετο επεξεργασία
καπούτ άκλιτο
- που είναι αχρηστευμένος, τελειωμένος
- (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) νεκρός