Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καπούτ < (άμεσο δάνειο) γερμανική kaputt (λέξη που μπήκε στο ελληνόγλωσσο λεξιλόγιο την περίοδο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου) < πιθανόν από τη γαλλική έκφραση être capot

  Επίθετο επεξεργασία

καπούτ άκλιτο

  1. που είναι αχρηστευμένος, τελειωμένος
  2. (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) νεκρός

  Μεταφράσεις επεξεργασία