γιγαντώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαγιγαντώνω, αόρ.: γιγάντωσα, παθ.φωνή: γιγαντώνομαι, π.αόρ.: γιγαντώθηκα, μτχ.π.π.: γιγαντωμένος
- δίνω πολύ μεγάλες διαστάσεις σε κάτι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γιγαντώνω | γιγάντωνα | θα γιγαντώνω | να γιγαντώνω | γιγαντώνοντας | |
β' ενικ. | γιγαντώνεις | γιγάντωνες | θα γιγαντώνεις | να γιγαντώνεις | γιγάντωνε | |
γ' ενικ. | γιγαντώνει | γιγάντωνε | θα γιγαντώνει | να γιγαντώνει | ||
α' πληθ. | γιγαντώνουμε | γιγαντώναμε | θα γιγαντώνουμε | να γιγαντώνουμε | ||
β' πληθ. | γιγαντώνετε | γιγαντώνατε | θα γιγαντώνετε | να γιγαντώνετε | γιγαντώνετε | |
γ' πληθ. | γιγαντώνουν(ε) | γιγάντωναν γιγαντώναν(ε) |
θα γιγαντώνουν(ε) | να γιγαντώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γιγάντωσα | θα γιγαντώσω | να γιγαντώσω | γιγαντώσει | ||
β' ενικ. | γιγάντωσες | θα γιγαντώσεις | να γιγαντώσεις | γιγάντωσε | ||
γ' ενικ. | γιγάντωσε | θα γιγαντώσει | να γιγαντώσει | |||
α' πληθ. | γιγαντώσαμε | θα γιγαντώσουμε | να γιγαντώσουμε | |||
β' πληθ. | γιγαντώσατε | θα γιγαντώσετε | να γιγαντώσετε | γιγαντώστε | ||
γ' πληθ. | γιγάντωσαν γιγαντώσαν(ε) |
θα γιγαντώσουν(ε) | να γιγαντώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γιγαντώσει | είχα γιγαντώσει | θα έχω γιγαντώσει | να έχω γιγαντώσει | ||
β' ενικ. | έχεις γιγαντώσει | είχες γιγαντώσει | θα έχεις γιγαντώσει | να έχεις γιγαντώσει | ||
γ' ενικ. | έχει γιγαντώσει | είχε γιγαντώσει | θα έχει γιγαντώσει | να έχει γιγαντώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γιγαντώσει | είχαμε γιγαντώσει | θα έχουμε γιγαντώσει | να έχουμε γιγαντώσει | ||
β' πληθ. | έχετε γιγαντώσει | είχατε γιγαντώσει | θα έχετε γιγαντώσει | να έχετε γιγαντώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γιγαντώσει | είχαν γιγαντώσει | θα έχουν γιγαντώσει | να έχουν γιγαντώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γιγαντώνομαι | γιγαντωνόμουν(α) | θα γιγαντώνομαι | να γιγαντώνομαι | ||
β' ενικ. | γιγαντώνεσαι | γιγαντωνόσουν(α) | θα γιγαντώνεσαι | να γιγαντώνεσαι | ||
γ' ενικ. | γιγαντώνεται | γιγαντωνόταν(ε) | θα γιγαντώνεται | να γιγαντώνεται | ||
α' πληθ. | γιγαντωνόμαστε | γιγαντωνόμαστε γιγαντωνόμασταν |
θα γιγαντωνόμαστε | να γιγαντωνόμαστε | ||
β' πληθ. | γιγαντώνεστε | γιγαντωνόσαστε γιγαντωνόσασταν |
θα γιγαντώνεστε | να γιγαντώνεστε | (γιγαντώνεστε) | |
γ' πληθ. | γιγαντώνονται | γιγαντώνονταν γιγαντωνόντουσαν |
θα γιγαντώνονται | να γιγαντώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γιγαντώθηκα | θα γιγαντωθώ | να γιγαντωθώ | γιγαντωθεί | ||
β' ενικ. | γιγαντώθηκες | θα γιγαντωθείς | να γιγαντωθείς | γιγαντώσου | ||
γ' ενικ. | γιγαντώθηκε | θα γιγαντωθεί | να γιγαντωθεί | |||
α' πληθ. | γιγαντωθήκαμε | θα γιγαντωθούμε | να γιγαντωθούμε | |||
β' πληθ. | γιγαντωθήκατε | θα γιγαντωθείτε | να γιγαντωθείτε | γιγαντωθείτε | ||
γ' πληθ. | γιγαντώθηκαν γιγαντωθήκαν(ε) |
θα γιγαντωθούν(ε) | να γιγαντωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω γιγαντωθεί | είχα γιγαντωθεί | θα έχω γιγαντωθεί | να έχω γιγαντωθεί | γιγαντωμένος | |
β' ενικ. | έχεις γιγαντωθεί | είχες γιγαντωθεί | θα έχεις γιγαντωθεί | να έχεις γιγαντωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει γιγαντωθεί | είχε γιγαντωθεί | θα έχει γιγαντωθεί | να έχει γιγαντωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε γιγαντωθεί | είχαμε γιγαντωθεί | θα έχουμε γιγαντωθεί | να έχουμε γιγαντωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε γιγαντωθεί | είχατε γιγαντωθεί | θα έχετε γιγαντωθεί | να έχετε γιγαντωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν γιγαντωθεί | είχαν γιγαντωθεί | θα έχουν γιγαντωθεί | να έχουν γιγαντωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι γιγαντωμένος - είμαστε, είστε, είναι γιγαντωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν γιγαντωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν γιγαντωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι γιγαντωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι γιγαντωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι γιγαντωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι γιγαντωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία γιγαντώνω