γενειάζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαγενειάζω
- αποκτώ γένεια, για τα αγόρια, αντρώνομαι
- ἄρτι γενειάσδων
Συγγενικά
επεξεργασία- ὑπογενειάζω (παρακαλώ κάποιον αγγίζοντας τα γένεια του, που ήταν συμβολική χειρονομία)
- γενειάω (αφήνω μούσι, γένια)
- γενειάς (η γενειάδα)
- γενειάτης και ιωνικός τύπος γενειήτης (ο γενειοφόρος)