Ετυμολογία

επεξεργασία
γενειάζω < γένειον (σαγόνι, γένεια)

γενειάζω

  1. αποκτώ γένεια, για τα αγόρια, αντρώνομαι
    ἄρτι γενειάσδων


Συγγενικά

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία