γενειάτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γενειάτης < γένειον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγενειάτης-ου αρσενικό ( & ιωνικός τύπος γενειήτης, επίσης θηλυκό για ζώα γενειῆτις)
γενειάτης-ου αρσενικό ( & ιωνικός τύπος γενειήτης, επίσης θηλυκό για ζώα γενειῆτις)