Ετυμολογία

επεξεργασία
γενειάτης < γένειον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γενειάτης-ου αρσενικό ( & ιωνικός τύποςγενειήτης, επίσης θηλυκό για ζώα γενειῆτις)

  1. ο γενειοφόρος, κάποιος με πολλά γένεια, ώριμος
    καὶ αὐτὸν ἄγουσι γενειήταν Διὸς υἱόν (Θεόκριτος)
    ἀναπλάττουσι γενειήτην μὲν τὸν Δία, παῖδα δὲ εἰς ἀεὶ τὸν Ἀπόλλωνα (Λουκιανός)
  2. τα ζώα με γένι
    γενειητῶν ἔργον ὄρωρε τράγων