Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

γενειάσκω

  • μορφή του γενειάζω, όμως με τη λίγο ειδικότερη σημασία ότι τώρα αρχίζω να βγάζω γένια