Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γενειάω < γένειον

  Ρήμα επεξεργασία

γενειάω

  1. αφήνω γενειάδα
  2. αρχίζω να βγάζω γένεια ( σε αυτή την έννοια συνώνυμο των γενειάσκω, γενειάζω, γενειάσδω)