Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑπογενειάζω < ὑπό και γενειάζω

  Ρήμα επεξεργασία

ὑπογενειάζω

  • αγγίζω παρακλητικά τα γένια κάπου και τον ικετεύω


Συγγενικά επεξεργασία

  • ὑπογένειον η περιοχή κάτω από το πηγούνι
  • ὑπογενειάσκω : (ίσως) αρχίζω να βγάζω γένεια (δεν είναι βέβαιη ούτε η ερμηνεία ούτε η ύπαρξη της λέξης)