γαυριώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γαυριώ < ελληνιστική κοινή γαυριῶ, συνηρημένος τύπος του γαυριάω
Ρήμα
επεξεργασίαγαυριώ
- (λαϊκότροπο) καταλαμβάνομαι από σεξουαλική διάθεση ή ορμή
- ≈ συνώνυμα: βαρβατεύω, βαρβατιάζω, οργώ
- υπερηφανεύομαι, κομπάζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γαυριώ
|