βαρβατεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαβαρβατεύω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βαρβατεύω | βαρβάτευα | θα βαρβατεύω | να βαρβατεύω | βαρβατεύοντας | |
β' ενικ. | βαρβατεύεις | βαρβάτευες | θα βαρβατεύεις | να βαρβατεύεις | βαρβάτευε | |
γ' ενικ. | βαρβατεύει | βαρβάτευε | θα βαρβατεύει | να βαρβατεύει | ||
α' πληθ. | βαρβατεύουμε | βαρβατεύαμε | θα βαρβατεύουμε | να βαρβατεύουμε | ||
β' πληθ. | βαρβατεύετε | βαρβατεύατε | θα βαρβατεύετε | να βαρβατεύετε | βαρβατεύετε | |
γ' πληθ. | βαρβατεύουν(ε) | βαρβάτευαν βαρβατεύαν(ε) |
θα βαρβατεύουν(ε) | να βαρβατεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βαρβάτεψα | θα βαρβατέψω | να βαρβατέψω | βαρβατέψει | ||
β' ενικ. | βαρβάτεψες | θα βαρβατέψεις | να βαρβατέψεις | βαρβάτεψε | ||
γ' ενικ. | βαρβάτεψε | θα βαρβατέψει | να βαρβατέψει | |||
α' πληθ. | βαρβατέψαμε | θα βαρβατέψουμε | να βαρβατέψουμε | |||
β' πληθ. | βαρβατέψατε | θα βαρβατέψετε | να βαρβατέψετε | βαρβατέψτε | ||
γ' πληθ. | βαρβάτεψαν βαρβατέψαν(ε) |
θα βαρβατέψουν(ε) | να βαρβατέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βαρβατέψει | είχα βαρβατέψει | θα έχω βαρβατέψει | να έχω βαρβατέψει | ||
β' ενικ. | έχεις βαρβατέψει | είχες βαρβατέψει | θα έχεις βαρβατέψει | να έχεις βαρβατέψει | ||
γ' ενικ. | έχει βαρβατέψει | είχε βαρβατέψει | θα έχει βαρβατέψει | να έχει βαρβατέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε βαρβατέψει | είχαμε βαρβατέψει | θα έχουμε βαρβατέψει | να έχουμε βαρβατέψει | ||
β' πληθ. | έχετε βαρβατέψει | είχατε βαρβατέψει | θα έχετε βαρβατέψει | να έχετε βαρβατέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν βαρβατέψει | είχαν βαρβατέψει | θα έχουν βαρβατέψει | να έχουν βαρβατέψει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαρβατεύω
|