Ετυμολογία

επεξεργασία
γαυριάζω < μεσαιωνική ελληνική γαυριάζω < ελληνιστική κοινή γαυριάω / γαυριῶ

γαυριάζω

  1. (λαϊκότροπο) καταλαμβάνομαι από σεξουαλική διάθεση ή ορμή
     συνώνυμα: βαρβατεύω, βαρβατιάζω, οργώ
  2. υπερηφανεύομαι, κομπάζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία