γαυριάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γαυριάζω < μεσαιωνική ελληνική γαυριάζω < ελληνιστική κοινή γαυριάω / γαυριῶ
Ρήμα
επεξεργασίαγαυριάζω
- (λαϊκότροπο) καταλαμβάνομαι από σεξουαλική διάθεση ή ορμή
- ≈ συνώνυμα: βαρβατεύω, βαρβατιάζω, οργώ
- υπερηφανεύομαι, κομπάζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γαυριάζω | γαύριαζα | θα γαυριάζω | να γαυριάζω | γαυριάζοντας | |
β' ενικ. | γαυριάζεις | γαύριαζες | θα γαυριάζεις | να γαυριάζεις | γαύριαζε | |
γ' ενικ. | γαυριάζει | γαύριαζε | θα γαυριάζει | να γαυριάζει | ||
α' πληθ. | γαυριάζουμε | γαυριάζαμε | θα γαυριάζουμε | να γαυριάζουμε | ||
β' πληθ. | γαυριάζετε | γαυριάζατε | θα γαυριάζετε | να γαυριάζετε | γαυριάζετε | |
γ' πληθ. | γαυριάζουν(ε) | γαύριαζαν γαυριάζαν(ε) |
θα γαυριάζουν(ε) | να γαυριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γαύριασα | θα γαυριάσω | να γαυριάσω | γαυριάσει | ||
β' ενικ. | γαύριασες | θα γαυριάσεις | να γαυριάσεις | γαύριασε | ||
γ' ενικ. | γαύριασε | θα γαυριάσει | να γαυριάσει | |||
α' πληθ. | γαυριάσαμε | θα γαυριάσουμε | να γαυριάσουμε | |||
β' πληθ. | γαυριάσατε | θα γαυριάσετε | να γαυριάσετε | γαυριάστε | ||
γ' πληθ. | γαύριασαν γαυριάσαν(ε) |
θα γαυριάσουν(ε) | να γαυριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γαυριάσει | είχα γαυριάσει | θα έχω γαυριάσει | να έχω γαυριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις γαυριάσει | είχες γαυριάσει | θα έχεις γαυριάσει | να έχεις γαυριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει γαυριάσει | είχε γαυριάσει | θα έχει γαυριάσει | να έχει γαυριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γαυριάσει | είχαμε γαυριάσει | θα έχουμε γαυριάσει | να έχουμε γαυριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε γαυριάσει | είχατε γαυριάσει | θα έχετε γαυριάσει | να έχετε γαυριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γαυριάσει | είχαν γαυριάσει | θα έχουν γαυριάσει | να έχουν γαυριάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία γαυριάζω
|