γαργαλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γαργαλώ < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική γαργαλίζω < γάργαλος
Ρήμα
επεξεργασίαγαργαλώ και γαργαλάω
- ακουμπώ ανάλαφρα και κατ' επανάληψη με την άκρη των δαχτύλων μου μια ευαίσθητη περιοχή του σώματος ενός άλλου με σκοπό να του προκαλέσω ένα περίεργο ερέθισμα που οδηγεί σε ανακλαστικές κινήσεις του σώματος και γέλιο
- για ελαφρούς ερεθισμούς σε διάφορα σημεία του σώματος
- Tην πρώτη μέρα μάς γαργαλάει ο λαιμός μας. Tη δεύτερη και την τρίτη, βουλώνει η μύτη. Oσο επιμένει το κρυολόγημα, τόσο κοκκινίζουν τα ρουθούνια, κλείνει ο λαιμός. Kαι με έναν μαγικό τρόπο, μετά την τέταρτη ή πέμπτη μέρα, όλες οι... δίοδοι ανοίγουν. (από άρθρο για το κρυολόγημα στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 8 Νοεμβρίου 2003)
- ερεθίζω ελαφρά ένα αισθητήριο όργανο, διεγείρω μια αίσθηση (συνήθως για την όσφρηση και τη μύτη)
- η αψιά γεύση του γαργαλούσε τον ουρανίσκο
- (μεταφορικά) προκαλώ, ερεθίζω κάποιον και του δημιουργώ μια επιθυμία
- Αλλά δεν χρειαζόταν καθόλου να τα 'χεις πιει για να περάσεις καλά μ' αυτούς τους κυρίους από την Κούβα, ούτε χρειαζόταν να βρίσκεσαι μπροστά τους για να τολμήσεις να λικνίσεις τους γοφούς σου στους ήχους τους: ο ρυθμός τους γαργαλούσε τα αντανακλαστικά όποιου κι αν πέρναγε έξω από το συναυλιακό χώρο. (από άρθρο για συναυλία στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 18 Ιουνίου 2002)